είμαστε φίλοι.
Ξεφλουδίζουμε το χρόνο απ’ τα καρύδια και του μαθαίνουμε να περπατά:
ο χρόνος γυρίζει πίσω στη φλούδα.
στο όνειρο ο ύπνος,
το στόμα μιλά την αλήθεια.
κοιταζόμαστε,
μιλάμε για πράγματα σκοτεινά,
αγαπιόμαστε σαν μήκων και μνήμη,
κοιμόμαστε σαν το κρασί μες στα κοχύλια,
σαν τη θάλασσα στη ματωμένη λάμψη του φεγγαριού.
από το δρόμο:
είναι καιρός πια να μάθουν!
Είναι καιρός να μάθει η πέτρα να ανθεί,
η ανησυχία να χτυπά την καρδιά.
Είναι καιρός να είναι καιρός.
♦
♦
Συναντηθήκαμε ξανά στον δρόμο που είχαμε βρεθεί την τελευταία φορά. Κανείς από τους δυο μας δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει. Ήταν και πάλι νύχτα. Είχες γεράσει πολύ· εγώ ήμουν λίγο νεότερος απ’ ό,τι τότε. Στο ένα χέρι κρατούσες τόσους πολλούς παπαρουνόσπορους, το άλλο σου χέρι ήταν αλειμμένο με μέλι. Γεύθηκα και τα δύο. Σου είπα ότι σκεφτόμουν πως έμοιαζε με το περίφημο ποίημα του Celan: Mein Aug steigt hinab zum Geschlecht der Geliebten: wir sehen uns an, wir sagen uns Dunkles, wir lieben einander wie Mohn und Gedächtnis [Το μάτι κατηφορίζει προς το φύλο της αγαπημένης: κοιταζόμαστε, μιλάμε για πράγματα σκοτεινά, αγαπιόμαστε σαν μήκων και μνήμη]. Ίσως είχα παρασυρθεί σε αυτήν τη σκέψη τρώγοντας από το χέρι σου. Το ποίημα αρχίζει έτσι, όχι πως το ήξερες. Με μάλωσες. Μου είπες πως τα είχα όλα λάθος, πως μου είχες φέρει καθετί το αισθησιακό: τη νύχτα και τη μήκωνα και το μέλι. Κι εγώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν αυτό το χαζό ποίημα. Λυπήθηκα που είχε σκαλώσει εκεί. Είχε σκαλώσει εκεί με την ανάμνηση των hamantaschen, γλυκών της γιορτής του Πουρίμ με παπαρουνόσπορους και μέλι, για τα οποία δεν είχα τίποτα να πω. Και τελοσπάντων, είπες, το μέλι ήταν μνήμη γινόμενη μύθος. Το μέλι ήταν ένα συντηρητικό, εμπόδιζε τη μνήμη να είναι εκρηκτική αναγκάζοντας τα πράγματα να αντέχουν αφύσικα. Το μέλι ήταν ο εχθρός της παροδικότητας. Ρώτησα για την ηλικία σου. Το μέλι είπες ήταν μια δύναμη του φωτός. Σου είπα ότι το ποίημα δεν ήταν χωρίς αισθησιασμό, ότι ο Celan δεν ήταν μονάχα έρημα τοπία θανάτου, δίχως καν λουλούδια. Σου είπα να αφουγκραστείς τον ρυθμό του, τους επίμονους αμφιβράχεις του. Δεν δεχόσουν τίποτε. Καθίσαμε για λίγο στη σιωπή, το ένα σου χέρι γεμάτο παπαρουνόσπορους και το άλλο καλυμμένο με μέλι.
* το όνειρο (και η βοήθεια και η επιλογή του Schubert) είναι του http://prolapsarian.tumblr.com